Μια απ’ αυτές, που σπανίζουν!
Mια πολύ σπάνια Lambretta φωτογραφίζεται μπροστά από κλασικά κτίρια της Αθήνας και κάνει μια χαλαρή βόλτα στους δρόμους. Μπάσος ήχος, μοναδικές συχνότητες χαρακτηρίζουν ένα αιώνιο εμβληματικό, σκουτερίστικο σχήμα που κάνενα άλλο μοντέλο δεν μπορεί να το πλησιάσει.
Πόσο ενδιαφέρον θα είχε αν μπορούσαμε με έναν μαγικό τρόπο να καθόμαστε σε μια γωνιά και να παρακολουθούμε ένα αξιόλογο, πολύτιμο δίτροχο να αλλάζει χέρια. Από ιδιοκτήτη-σε ιδιοκτήτη, από τόπο σε τόπο, από πεζοδρόμιο σε πεζοδρόμιο, από γκαράζ σε υπόγειο.
Κι εμείς να φωτογραφίζουμε, να καταγράφουμε ανθρώπους συναισθήματα που περνούν πάνω από αυτό το τιμόνι, τη σέλα, τους τροχούς. Δρόμοι που χάνονται, στιγμιότυπα που καταγράφονται και μετά ξεχνιούνται. Όχι όλα…
Πόσο αστείο είναι αλήθεια; Τούτο εδώ το ταπεινό σκούτερ της δεκαετίας του ’50 αποδεικνύεται πιο διαχρονικό, από όλους τους προσωρινούς της ιδιοκτήτες και ίσως το πιο θλιβερό είναι ότι κάποιοι από αυτούς έχουν ήδη “αναχωρήσει” (ξέρετε για που), τη στιγμή που η Lambretta θα τσουλάει ακόμα τους τροχούς της στη γη.
Γιατί ένα από τα αξιοπερίεργα αυτού του πράγματος που ο άνθρωπος δημιούργησε, ενάντια στους νόμους της φύσης λέγεται… ιδιοκτησία. Η προσωρινή κατάσταση που λέγεται ιδιοκτησία και δεν είναι καθόλου μόνιμη ή αιώνια. Αυτό που κρατάς στα χέρια σου, αυτό που οδηγείς μην νομίσεις ότι θα σου ανήκει αιώνια. Σου ανήκει για λίγο, όσα λεφτά κι αν έχεις δώσει, όσο κι αν το αγαπάς, όσο κι αν κρεμαστείς από πάνω του και ταυτιστείς μαζί του: κάποια στιγμή θα “ανήκει” σε κάποιον άλλον. Τελεία και παύλα.
Η σειρά των Lambretta που χρησιμοποιούσε τον κωδικό LD εμφανίστηκε για πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας του ’50 και στην πραγματικότητα αποτελούσε μια ντυμένη D. Γιατί ντυμένη;
Γιατί οι προηγούμενες Lambretta, οι D ήταν γυμνές, χρησιμοποιούσαν χαρακτηριστικό πλαίσιο από μια βασική μονή σωλήνα που διέτρεχε όλο το σκούτερ από μπροστά μέχρι πίσω και πάνω σε αυτή τη σωλήνα στηρίζονταν τα πάντα: από τον λαιμό του πιρουνιού, τα δάπεδα, τον κινητήρα, τα αμορτισέρ, τις σέλες κ.λπ.
Έτσι φτιάχνονταν οι Lambretta – και μόνον έτσι – μέχρι το 1951, αφού η Innocenti και οι σχεδιαστές επέλεγαν να αφήνουν τα σωθικά των σκούτερ τους (σε αντίθεση με τα μοντέλα της Vespa που ήταν καλυμμένα τα πάντα) σε κοινή θέα, “γυμνά”.
Δημιουργούσαν έτσι ένα τελικό αποτέλεσμα που θύμιζε απλή, ιδιοκατασκευή και όχι “νοικοκυρεμένο”, καθαρών γραμμών σκούτερ. Με τη νέα εμφάνιση των LD με την συνολική κάλυψη του σκούτερ, η εικόνα των Lambretta άλλαξε άρδην (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι γυμνές D εξαφανίστηκαν, αφού έμειναν στην αγορά μέχρι το ’56 σαν επιλογή).
Μέσα σε αυτή την περίοδο του νοικοκυρέματος που λέγαμε παραπάνω η Innocenti θέλησε να κάνει την Lambretta ακόμα πιο αυτοκινητιστική και τελικά να υποκύψει στις γραμμές των περισσότερων σκούτερ του κόσμου.
Έτσι ο κινητήρας δεν ήταν πια εμφανής, ενώ τα πλαϊνά καπάκια διέθεταν γραμμές που τα έκαναν να μοιάζουν με αμερικάνικα αυτοκίνητα – τα οποία θαυμάζονταν σαν εξωτικά στην Ευρώπη.
Μετά την πρώτη σειρά (Serie I) της LD το ’51, ήρθε η δεύτερη το ’53, η τρίτη σειρά το ’57, όμως ήδη από το ’54 σε μια προσπάθεια της Lambretta να γίνει ακόμα πιο αρεστή και εύχρηστη στο ευρύ κοινό εμφανίζεται η LDA.
H Lambretta 125 LDA Serie I κατασκευάζεται για 10 μόλις μήνες σε 8.700 κομμάτια και χρησιμοποιεί ηλεκτρική εκκίνηση, έτσι ώστε να προσφερθεί λύση σε αυτούς που δεν τα πήγαιναν καλά με τις μανιβέλες.
Η μπαταρία βρισκόταν πίσω από το αριστερό πλαϊνό καπάκι. Το ’55 δύο ενωμένες 6βολτες (LDA Serie II) κάνουν το σύστημα 12βολτο και εμφανίζεται η χαρακτηριστική καμπούρα κάτω από τη σέλα του συνεπιβάτη. O κινητήρας ανεβαίνει στα 150 κυβικά.
...
Ε, το λοιπόν, ό,τι και να είναι τ’ άστρα, εγώ τη γλώσσα μου τους βγάζω...
Γέρον Βεσπίσιος ο Λαμπρεττοφόρος
Ευλόγησον!